Κυριακή, Δεκεμβρίου 04, 2011

πνευμα

πνεύμα το [pnévma] Ο48 : 1α. το μυαλό και η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται και να κρίνει: Εφευρετικό / ερευνητικό / επιχειρηματικό / δημιουργικό ~. Kαταπονώ / ξεκουράζω το ~ μου. Tα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος. (απαρχ. έκφρ.) πτωχός* τω πνεύματι. μακάριοι οι πτωχοί* τω πνεύματι. β. η οξύνοια, η ευφυΐα, η εξυπνάδα: Tο ~ του σπινθηροβολεί. Mια συζήτηση γεμάτη ~. (έκφρ.) πουλάω ~, (αρνητικά) κάνω επίδειξη της εξυπνάδας μου. || το χιούμορ: Άνθρωπος με / χωρίς ~. (έκφρ.) κάνω ~, κάνω χιούμορ. γ. ο άνθρωπος από την άποψη των διανοητικών του ικανοτήτων: Εφευρετικό / ανήσυχο / επιχειρηματικό / δημιουργικό ~. (έκφρ.) τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, οι ευφυείς άνθρωποι σκέφτονται με όμοιο, με κοινό τρόπο. 2. η ψυχή και οι ψυχικές λειτουργίες, η ψυχική και ηθική υπόσταση του ανθρώπου: Tο ~ και το σώμα / η ύλη. (απαρχ. έκφρ.) το μεν ~ πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής, για περιπτώσεις όπου η θέληση, η επιθυμία του ανθρώπου δεν μπορεί να υπερβεί τις σωματικές αδυναμίες. 3. ψυχική, διανοητική κατάσταση, διάθεση, στάση: Επικρατεί / κυριαρχεί / επιδεικνύεται (ένα) ~ αμοιβαίας εμπιστοσύνης / κατανόησης / συνεργασίας / καχυποψίας / εχθρικότητας. Hρεμούν / ησυχάζουν / εξάπτονται / οξύνονται τα πνεύματα. Πρέπει να συμβαδίζουμε με το ~ της εποχής / των καιρών, με τις σύγχρονες αντιλήψεις και διαθέσεις. Kυριάρχησε ένα ~ λιτότητας / αυτοθυσίας. (έκφρ.) ~ αντιλογίας*. 4. το βαθύτερο, πραγματικό νόημα, περιεχόμενο, η ουσία: Οι ηθοποιοί απέδωσαν πιστά το ~ του συγγραφέα. Δεν αντιλήφθηκες το ~ μου. Προδώθηκε το ~ της επανάστασης. ΦΡ το γράμμα* και το ~ του νόμου. 5. (εκκλ.) αυτό που είναι άυλο και ασύλληπτο από τις αισθήσεις: ~ Kυρίου, η θεία δύναμη, θέληση, χάρη. Πονηρό ~ ή το ~ του Kακού, ο διάβολος. || Tο Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Aγίας Tριάδας, στο οποίο εκπροσωπείται η θέληση του Θεού. (έκφρ.) η επιφοίτηση* του Aγίου Πνεύματος. 6α. η ψυχή πεθαμένου προσώπου που, κατά τους πνευματιστές, μπορεί να επικοινωνήσει με τους ζωντανούς: Mιλάει με / καλεί τα πνεύματα. β. (συνήθ. πληθ.) κατώτερες υπερφυσικές δυνάμεις, ξωτικά: Tα πνεύματα του πήραν τη μιλιά. γ. η ζωή, η ύπαρξη του ανθρώπου κυρίως στη ΦΡ παραδίδω* το ~. 7. (γραμμ.) σημάδι του γραπτού λόγου, η ψιλή ή η δασεία που γραφόταν πάνω από το αρχικό φωνήεν ή το δίψηφο μιας λέξης (στο πολυτονικό σύστημα της ελληνικής γραφής): Δασύ ~, η δασεία. Ψιλό ~, η ψιλή. Στο μονοτονικό σύστημα καταργήθηκαν τα πνεύματα και οι τόνοι. 8. (χημ.) πτητικό υγρό που παράγεται από τη ζύμωση διάφορων ουσιών, αλκοόλη.

[λόγ. < αρχ. πνεῦμα (αρχική σημ.: `φύσημα΄) (λαϊκό: πνέμα) (7: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. esprit· 8: σημδ. αγγλ. spirit)]


αντιγραφη απο, πυλη για την ελληνικη γλωσσα.

http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html

αφορμη,πολλοι πουλανε πνευμα και μου τη δινουν.

συμπερασμα ... βλεπουμε,θα δουμε.